- Τυρσηνοῦ
- ΤυρσηνόςTyrrhenianmasc/neut gen sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τάρχων — Μυθικός ήρωας των Τυρρηνών, επώνυμος και ιδρυτής της ετρουσκικής πόλης Ταρκύνιας ή Ταρχώνιου. Ήταν γιος του βασιλιά των Μυσών Τηλέφου και αδελφός του Τυρσηνού, του μυθικού επώνυμου της φυλής των Τυρρηνών. Σύμφωνα με έναν παμπάλαιο μύθο οι δύο… … Dictionary of Greek